λατινισμός

λατινισμός
ο
1. η μίμηση τών Λατίνων
2. το σύνολο τών Λατίνων
3. η αποδοχή τού θρησκευτικού δόγματος τών Λατίνων, ο Ρωμαιοκαθολικισμός
4. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που απαντά ή προσιδιάζει στη λατινική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latinisme < μσν. λατ. latinismus < λατ. latinus + κατάλ. -ismus. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λατινισμός — ο 1. η μίμηση των Λατίνων. 2. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λατινική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”